- όσπριο
- τοξερά σπέρματα φυτών που μαγειρεύονται (φασόλια, ρεβίθια, μπιζέλια, κουκιά κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
όσπριο — το (ΑΜ ὄσπριον, Α, δ. γρφ., ὄσπρεον) γενική κοινή ονομασία τών ξηρών εδώδιμων καρπών πολλών φυτών τής τάξης χεδρωπά, με μεγάλη θρεπτική αξία, όπως είναι η φακή, τα φασόλια, τα μπιζέλια ο αρακάς, τα ρεβίθια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τόσο η… … Dictionary of Greek
ισόσπριος — ἰσόσπριος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με όσπριο 2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ὄσπριον] … Dictionary of Greek
οσπριοειδής — ές όμοιος με όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + ειδής*] … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
λεγούμι — λεγούμι, τὸ (Μ) όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. legume < λατ. legumen < λατ. lego «συλλέγω»] … Dictionary of Greek
λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
οσπριοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει κυρίως όσπρια 2. αυτός που τού αρέσει να τρώει όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό] … Dictionary of Greek
οσπριώδης — ες (ΑΜ ὀσπριώδης, ῶδες) [όσπριον] όμοιος με όσπριο … Dictionary of Greek
φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek